αναθηματικός

αναθηματικός
η , όν
1) принесённый в дар, сделанный по обету; 2) выполненный в память кого-л.; мемориальный;

αναθηματική στήλη — мемориальная доска


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αναθηματικός" в других словарях:

  • ἀναθηματικός — consisting of votive offerings masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναθηματικός — ή, ό (Α ἀναθηματικός, ή, όν) [ἀνάθημα] 1. ο σχετικός με το ανάθημα 2. αυτός που χρησιμεύει ως ανάθημα αρχ. αυτός που αποτελείται από αναθήματα …   Dictionary of Greek

  • αναθηματικός — ή, ό 1. αυτός που έχει τη θέση αναθήματος, αφιερώματος: Αναθηματική στήλη για κείνους που έπεσαν στον πόλεμο. 2. αυτός που έχει σχέση με ανάθημα: Το αφιέρωμα συνοδεύεται και από αναθηματικό επίγραμμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναθηματικῶν — ἀναθηματικός consisting of votive offerings fem gen pl ἀναθηματικός consisting of votive offerings masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθηματικόν — ἀναθηματικός consisting of votive offerings masc acc sg ἀναθηματικός consisting of votive offerings neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθηματικοί — ἀναθηματικός consisting of votive offerings masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθηματικοῦ — ἀναθηματικός consisting of votive offerings masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθηματικούς — ἀναθηματικός consisting of votive offerings masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθηματικήν — ἀναθηματικός consisting of votive offerings fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάθημα — το (Α ἀνάθημα) οτιδήποτε αναθέτει, αφιερώνει κανείς σε ναό, αφιέρωμα αρχ. 1. γεν. προσφορά, δώρο, αφιέρωμα 2. στολίδι, κόσμημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνατίθημι. ΠΑΡ. αναθηματικός] …   Dictionary of Greek

  • πίνακας — ο / πίναξ, ακος, ΝΜΑ 1. κατάλογος στον οποίο έχουν αναγραφεί με ορισμένη σειρά ονόματα, όροι, τίτλοι κ.ά. στοιχεία (α. «πίνακας περιεχομένων» κατάλογος με τους τίτλους τών κεφαλαίων ή τών θεμάτων βιβλίου ή άλλου εντύπου β. «πίνακας άγνωστων… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»